- σύλλημμα
- συλλημμα, ατος, τό,A foetus, Gal.14.154, Ps.-Callisth.1.4,10 (ed. Meusel), Sch.Orib.3p.681D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύλλημμα — συλλημμα foetus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύλλημμα — τὸ, Α [συλλαμβάνω] αυτό που έχει συλληφθεί στην κοιλιά τής γυναίκας, το έμβρυο … Dictionary of Greek
συλλημμάτων — συλλημμα foetus neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)